- οιωνοσκοπητικός
- οἰωνοσκοπητικός, -ή, -όν (Α) [οιωνοσκοπώ]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οιωνοσκόπο2. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰωνοσκοπητικήη τέχνη τού οιωνοσκόπου, η παρατήρηση τών οιωνών για την πρόβλεψη τού μέλλοντος.
Dictionary of Greek. 2013.